αυθυπόσταση

αυθυπόσταση
η
το να είναι κάτι αυθυπόστατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + υπόσταση (-ις). Η λέξη στον λόγιο τύπο αυθυπόστασις μαρτυρείται στον Δ. Α. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”